πετροκόλλητος

πετροκόλλητος
-η, -ο
1. το κόσμημα που έχει πολύτιμους λίθους: Πετροκόλλητο βραχιόλι.
2. αυτός που είναι κολλημένος στο βράχο, που ζει στο βράχο: Το πετροκόλλητο θεριό που μου 'φαγε τους ναύτες (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”